- παραλυτικος
- παραλυτικόςπαρα-λῠτικός3расслабленный, разбитый параличом NT.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραλυτικός — paralytic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυτικός — ή, ό, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση 2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα») 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική άτομο που πάσχει από παράλυση νεοελλ. 1. αυτός που επιφέρει,… … Dictionary of Greek
παραλυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην παράλυση ή προκαλεί παράλυση: Ορισμένα φάρμακα έχουν παραλυτικές ενέργειες. 2. ως ουσ., αυτός που πάσχει από παράλυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλυτικῶν — παραλυτικός paralytic fem gen pl παραλυτικός paralytic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυτικόν — παραλυτικός paralytic masc acc sg παραλυτικός paralytic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυτικοῖς — παραλυτικός paralytic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυτικοί — παραλυτικός paralytic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυτικοῦ — παραλυτικός paralytic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυτικούς — παραλυτικός paralytic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυτικῷ — παραλυτικός paralytic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
paralítico — ► adjetivo 1 MEDICINA De la parálisis. ► adjetivo/ sustantivo 2 MEDICINA Que carece de movilidad o sensibilidad en alguna parte del cuerpo: ■ la arquitectura urbanística no facilita el tránsito a los paralíticos. SINÓNIMO hemipléjico … Enciclopedia Universal